- ἰτόν
- ἰτόςibomasc acc sgἰτόςiboneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίτον — ἴτον, τὸ (Α) είδος μύκητα, μανιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. θρακική ονομασία είδους μύκητα που προέρχεται πιθ. από Fίτον (πρβλ. γλώσσα Ησύχ. οὐϊτόν, τὸ ὑπ ἐνίων οἰτόν)] … Dictionary of Greek
ἴτον — εἶμι ibo pres imperat act 2nd dual εἶμι ibo pres ind act 2nd dual εἶμι ibo pres ind act 3rd dual ἴτον mushroom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίτον, κολέγιο — (Eton College).Διάσημο, δημόσιο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αγγλίας. Εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη, στις όχθες του ποταμού Τάμεση, απέναντι από το Γουίντσορ. Το κολέγιο ιδρύθηκε από τον Ερρίκο ΣΤ’ το 1440 41, σχεδόν ταυτόχρονα με το… … Dictionary of Greek
λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… … Dictionary of Greek
Phradmon — (en grec ancien Φράδμων / Phrádmôn) est un sculpteur grec du Ve siècle av. J.‑C., originaire d Argos. Pline l’Ancien en fait un contemporain de Polyclète, Myron, Pythagore, Scopas et Pérélios (90e olympiade = v. 420 av. J. C.)[1]. Il… … Wikipédia en Français
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Γκρέι, Τόμας — (Thomas Gray, 1716 – 1771). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στα πανεπιστήμια Ίτον και Κέιμπριτζ και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρίτσαρντ Γουέστ και τον Ορέσιο Γουόλπολ, με τον οποίο επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ιταλία. Πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στο… … Dictionary of Greek
ἴτω — εἶμι ibo pres imperat act 3rd sg ἴτης masc gen sg (attic epic ionic) ἴτον mushroom neut nom/voc/acc dual ἴτον mushroom neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
THRENI — I. THRENI Graece Θρην̑οι, carmen lugubre, quale illud in libris divinis, quô deflet Vates sanctam civitatem, Inter Graecos aiunt primum Linum Poetam Threnos fecisse: Alii vero propius accedere videntur; Eum Herculi succensentem, quod esset… … Hofmann J. Lexicon universale